- ῥαγδαιότης
- ῥαγδ-αιότης, ητος, ἡ,A violence, fury, Poll.4.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥαγδαιότης — violence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραγδαιότητα — η / ῥαγδαιότης, ητος, ΝΑ [ῥαγδαῑος] η ιδιότητα τού ραγδαίου, ορμητικότητα, σφοδρότητα, βιαιότητα αρχ. παραφορά, μανία … Dictionary of Greek